- παιδοκόμος
- παιδοκόμοςcherishing childrenmasc/fem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
παιδοκόμος — ο (ΑΜ παιδοκόμος, ον) νεοελλ. (το αρσ. και το θηλ. ως ουσ.) ο, η παιδοκόμος αυτός που ασχολείται με την παιδοκομία μσν. αρχ. (ως επίθ. και ως ουσ.) αυτός που περιποιείται και ανατρέφει παιδιά. [ΕΤΥΜΟΛ. < παῖς, παιδός + κόμος (< κομῶ… … Dictionary of Greek
παιδοκόμος, ο — η αυτός που ασχολείται με την παιδοκομία (βλ. λ.) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
παιδοκόμον — παιδοκόμος cherishing children masc/fem acc sg παιδοκόμος cherishing children neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παιδοκόμοι — παιδοκόμος cherishing children masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παιδοκόμοις — παιδοκόμος cherishing children masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παιδοκόμοισιν — παιδοκόμος cherishing children masc/fem/neut dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παιδοκόμου — παιδοκόμος cherishing children masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παιδοκόμους — παιδοκόμος cherishing children masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παιδοκόμων — παιδοκόμος cherishing children masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παιδοκόμῳ — παιδοκόμος cherishing children masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)